- ολολυγών
- ὀλολυγών, -όνος, ἡ (Α)1. δυνατή φωνή, κραυγή από χαρά ή από κλάμα2. η ερωτική κραυγή τού αρσενικού βατράχου όταν καλεί το θηλυκό για οχεία («καὶ τὴν ὀλολυγόνα δὲ τὴν γινομένην ἐν τῷ ὕδατι οἱ βάτραχοι οἱ ἄρρενες ποιοῡσιν, ὅταν ἀνακαλῶνται τὰς θηλείας πρὸς τὴν ὀχείαν», Αριστοτ.)2. είδος ζώου που ονομάστηκε έτσι από τη φωνή του, πιθ. η μικρή κουκουβάγια ή η τσίχλα ή ο βάτραχος («ἁ δ' ὀλολυγῶν τηλόθεν ἐν πυκιναῑσι βάτων τρύζεσκεν ἀκάνθαις», Θεόκρ.)4. (κατά τον Ησύχ.) «ὀλολυγώνζῳΰφιον γινόμενον ἐν ὕδασιν ὅμοιον ἐντέρῳ καὶ τοὺς εὐήθεις δὲ οὕτως ἔλεγον».[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀλολυγ- τού ὀλολύζω (πρβλ. ὀλολυγ-ή) + κατάλ. -ών, -όνος (πρβλ. αηδ-ών, αρηγ-ών)].
Dictionary of Greek. 2013.